- φαγοκυτταρικός
- η , ό[ν] биол фагоцитарный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαγοκυτταρικός — ή, ό, Ν [φαγοκύτταρο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φαγοκύτταρα 2. φρ. «φαγοκυτταρικό χυμοτόπιο» βιολ. χυμοτόπιο στο εσωτερικό τού κυττάρου, που περιβάλλεται από κυτταρική μεμβράνη, σχηματίζεται με αποκοπή μιας εγκόλπωσής της κατά την… … Dictionary of Greek